ὀρφέα

ὀρφέα
ὀρφέᾱ , ὀρφεύς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ὀρφέα — Ὀρφέᾱ , Ὀρφεύς Orpheus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀρφέας — Ὀρφέᾱς , Ὀρφεύς Orpheus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφέας — ὀρφέᾱς , ὀρφεύς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… …   Dictionary of Greek

  • ορφισμός — Νεότερη, συμβατικά πλασμένη ονομασία που έχει δοθεί σε μια ελληνική θρησκευτική τάση, η οποία φαίνεται να διακρίνεται, και μερικές φορές εξαιτίας αντίθετης θέσης, από τα ιδεολογικά και πνευματικά σχήματα της κλασικής θρησκείας της αρχαίας Ελλάδας …   Dictionary of Greek

  • Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… …   Dictionary of Greek

  • ορφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα: Ορφικοί ύμνοι. 2. ως ουσ., ορφικός, ο αρχαίος ποιητής που θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Ορφέα. 3. ως ουσ., ορφικά, τα σύνολο αρχαίων ποιητικών έργων που αποδίδονται στον Ορφέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… …   Dictionary of Greek

  • ορφικός — ή, ό (Α ὀρφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορφέα («ορφικοί ύμνοι») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ορφικοί οπαδοί θρησκευτικής κίνησης η οποία εμφανίσηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα και διαδόθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, καλλιεργήθηκε όμως… …   Dictionary of Greek

  • τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”